- δωδεκαπαλαι
- δωδεκάπαλαιδωδεκά-παλαιadv. шутл. давным-давным-давно Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δωδεκάπαλαι — επίρρ. (Α) δώδεκα φορές πιο παλιά, πριν από πολύ καιρό … Dictionary of Greek
δωδεκάπαλαι — twelve times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάπαλαι — επίρρ. (Α) πριν από πάρα πολύ καιρό («δεκάπαλαί γε καὶ δωδεκάπαλαι καὶ χιλιόπαλαι καὶ πρόπαλαι πάλαι πάλαι», Αριστ. Ιπ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πάλαι] … Dictionary of Greek